τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] … Dictionary of Greek
τεττιγόνια — τεττιγόνιον a small and voiceless kind of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεττιγονία — και τεττιγόνια, η, Ν εντομολ. γένος και γενική ονομασία ακρίδων τής οικογένειας τεττιγονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. tettigonia < τεττιγόνιον + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τριγόνια — τὰ, Α (στον Αριστοτ.) τεττιγόνια (βλ. τεττιγόνιον). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού τεττιγόνια, κατ επίδραση τού τρίζω (πρβλ. τρίγ λη)] … Dictionary of Greek