τεττιγόνιον

τεττιγόνιον
τεττῑγόνιον, τό,
A a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle, Arist.HA532b17; fem. pl. tettigoniae, Plin.HN11.92; prob. everywhere f.l. for τιτιγόνιον (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] …   Dictionary of Greek

  • τεττιγόνια — τεττιγόνιον a small and voiceless kind of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεττιγονία — και τεττιγόνια, η, Ν εντομολ. γένος και γενική ονομασία ακρίδων τής οικογένειας τεττιγονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. tettigonia < τεττιγόνιον + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • τριγόνια — τὰ, Α (στον Αριστοτ.) τεττιγόνια (βλ. τεττιγόνιον). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού τεττιγόνια, κατ επίδραση τού τρίζω (πρβλ. τρίγ λη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”